ἐμφαγόντας

ἐμφαγόντας
ἐν-ἐσθίω
eat
aor part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμφαγείν — ἐμφαγεῑν (AM) (τού άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β ἐνέφαγον, ἐμφαγεῑν, ἐμφαγών, οῡσα, όν χρησιμοποιούνται) 1. αντί τού απλού φαγεῑν 2. κυρίως φαγεῑν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.) 3. τρώγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”